- ἀλφιτηρόν
- ἀλφιτηρόςofmasc acc sgἀλφιτηρόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλφιτηρός — ἀλφιτηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άλφιτα, τα άλευρα 2. ἀλφιτηρὸν ἀγγεῑον, δοχείο για τη φύλαξη αλφίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + παραγ. κατάλ. ηρός] … Dictionary of Greek